Η λογική επικαλείται
τον ορατό κόσμο σαν μαρτυρούμενη ένδειξη ύπαρξης
(..όταν ορώ τα έργα των χεριών Σου../ψαλμός)


Επίγεια μάτια αδυνατούν να ατενίσουν το «απρόσιτο» φως, που η θεότητα "οικεί"

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Κοινωνικό Καρκίνωμα

Ή ήδονή των αισθήσεων είναι ή μητέρα τού θανάτου,
Καί ό θάνατος μιάς τέτοιας ήδονής είναι ό πόνος.



Προέλευση της λέξης Καρκίνος, αποδίδεται στον Έλληνα ιατρό Ιπποκράτη, που έμεινε στην ιστορία ως «πατέρας της ιατρικής». Ο Ιπποκράτης χρησιμοποίησε τους όρους «καρκίνος» και «καρκίνωμα» για να περιγράψει διάφορους όγκους που εμφάνιζαν εσωτερικά ή εξωτερικά έλκη και διογκώσεις. Στην Ελληνική γλώσσα οι λέξεις αυτές αναφέρονται στα καβούρια, τα οποία θυμίζουν τον καρκίνο, αφού οι ακτινωτές μεταστάσεις των καρκινικών κυττάρων, φέρνουν αμυδρά στο μυαλό τη μορφή που έχουν τα πόδια και οι δαγκάνες του καβουριού. Ο καρκίνος (όγκος) είναι η ανώμαλη ανάπτυξη κύτταρων με αποτέλεσμα τη δημιουργία όγκων σε διάφορα σημεία του σώματος
Με τον όρο «καρκίνος» περιγράφεται μία ομάδα νοσημάτων, που η αιτία τους βρίσκεται σε κυτταρικό επίπεδο. Ο όρος αναφέρεται στην υπερβολική, χωρίς προγραμματισμό, ανάπτυξη κυττάρων του οργανισμού, που ήταν φυσιολογικά, μέχρι τη στιγμή της έναρξης της διαδικασίας καρκινογένεσης. Οργανικά, ο καρκίνος είναι μία ασθένεια των κυττάρων. Συνεπώς, η κατανόηση του καρκίνου προϋποθέτει μία μικρή αναφορά σχετικά με το τι συμβαίνει όταν φυσιολογικά κύτταρα μετατρέπονται σε καρκινικά.

Ο καρκίνος συνήθως δεν επηρεάζει μόνο ένα όργανο του σώματος και δεν έχει μία μορφή. Μπορεί να περιλαμβάνει οποιοδήποτε ιστό του σώματος και να έχει τελείως διαφορετική μορφή σε κάθε σημείο του σώματος. Υπάρχουν πάνω από 200 διαφορετικά είδη καρκίνου και δεν αντιμετωπίζονται όλοι με τον ίδιο τρόπο. Κάθε ένα είδος έχει τον δικό του τρόπο θεραπευτικής αντιμετώπισης. Οι περισσότερες μορφές καρκίνου είναι στην ουσία όγκοι εκτός από ορισμένους τύπους καρκίνου όπως η λευχαιμία, των οποίων τα κύτταρα κυκλοφορούν μέσα στο αίμα και στα όργανα και τελικά αναπτύσσονται σε συγκεκριμένους ιστούς


Όλες οι ανθρώπινες έννοιες είναι προβολές του ανθρώπινου πνεύματος γι'αυτό σε τελική ανάλυση πολλές φορές είναι απατηλές. Δεν βλέπουμε την πραγματικότητα, την αντιλαμβανόμαστε (όπως νομίζουμε εμείς πως είναι). Ο,τι βλέπουμε είναι μια ερμηνεία της πραγματικότητας, που βασίζεται σε υποκειμενικά, ελαττωματικά ή προκατειλημμένα παραδείγματα. Αυτό έχει επιπτώσεις όχι μόνο στο πώς καταλαβαίνουμε τον κόσμο, αλλά και πώς καταλαβαίνουμε τους ανθρώπους... Όταν κάποτε ρώτησαν τον Ηράκλειτο πώς γνωρίζει όσα γνωρίζει απάντησε: «ερεύνησα τον εαυτό μου» ...


Μην το βάζεις στα πόδια! Βρες το κουράγιο να αντικρίσεις τον εαυτό σου!

4 σχόλια:

  1. Του Γιάννη Μακριδάκη

    > Δέκα γενιές μαστόροι πίσω μου κι εγώ γίνηκα καλαμαράς. Ούτε καν καλαμαράς, κουμπιά πατούσα όλη μέρα. Φύγε από τη γη, από τη φτώχεια, να πας να γίνεις καπετάνιος, έλεγε ο συχωρεμένος ο παππούς μου στον γιο του, τον πατέρα μου, σήκω φύγε από το χωριό, να μπαρκάρεις, να βγάλεις χρήμα μπόλικο, να κάμεις κι ένα σπίτι καλό στην πολιτεία, να μη φας τη ζωή σου απάνω στα βουνά όπως εγώ, βλέπεις τι τραβώ για να σας θρέψω.
    >
    > Και πήγε κι έγινε καπετάνιος. Και έβγαλε όλη τη ζωή του μες στη θάλασσα, μα έκαμε σπίτι καλό και είχε άνεση οικονομική, έκαμε και παιδιά, και όχι μόνο τα 'θρεψε μα τους κουβαλούσε κι όλα τα καλά, τα πιο σύγχρονα επιτεύγματα της τεχνολογίας. Ιδίως σαν ξεμπαρκάριζε από Ιαπωνία ή Σιγκαπούρη.
    >
    > Να πας να σπουδάσεις, μου λεγε εμένα, να γίνεις άνθρωπος, να μην καταντήσεις σαν κι εμένα, μακριά από τη θάλασσα, μακριά, να μάθεις μια επιστήμη και να 'χεις δουλειά στεριανή καλή, να βλέπεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου κάθε μέρα, όχι όπως εγώ, μία φορά στον χρόνο, έτσι μου λεγε. Και πήγα κι εγώ και σπούδασα. Έγινα προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών. ΚΙ έπιασα ύστερα δουλειά σε εταιρία μεγάλη.
    >
    > Μακριά από τη γη ο ένας, μακριά από τη θάλασσα ο άλλος, να η κατάντια μου.
    >
    > Δεν το είχα καταλάβει διόλου στο ξεκίνημα, αλλιώς μού είχανε περάσει τη ζωή μες στον σκληρό μου δίσκο βλέπεις. Μα ύστερα από δυο χρόνια δουλειάς, με καλές αποδοχές δε λέω, αλλά νύχτα με νύχτα στο γραφείο μπροστά στην οθόνη, απόκαμα. Τα 'βαλα κάτω ένα βράδυ. Σκλάβος ένιωθα.
    >
    > Νοικιασμένος στην επιχείρηση, με άδεια ένα μήνα κάθε χρόνο σαν φυλακισμένος. Δίχως να έχω χρόνο προσωπικό για να ασκώ ούτε την τέχνη μου τη ζωγραφική που μ' άρεσε από μικρό παιδί κι όταν έλεγα πως θα γίνω ζωγράφος άστραφτε και βροντούσε ο πατέρας και μου λεγε πως θα πεθάνω στην ψάθα σαν όλους τους. Και πως να παντρευτείς και να κάνεις παιδιά, σκέφτηκα, να τα βλέπεις πότε; Τη νύχτα που θα κοιμούνται;
    >
    > Έκατσα λοιπόν τότε, στα εικοσιεφτά μου χρόνια, το θυμάμαι σαν τώρα που 'μαι σαράντα, και το λογάριασα το πράγμα σαν μορφωμένος και γραμματιζούμενος που είχα γίνει πια. Και κατέληξα πως όσα και να βγάζω κάθε μήνα, το βιολί αυτό δεν με συμφέρει. Δεν συμφέρει γενικώς. Ποιος και με πόσα θα μου ξεπληρώσει εμένα τη ζωή που δεν ζω επειδή νοίκιασα το τομάρι μου, έστω και με όρους ευνοϊκούς, για να βγάζω λεφτά;
    >
    > Λεφτά που είμαι αναγκασμένος να τα δίνω πίσω από κει που τα πήρα, έτσι ώστε να αγοράζω την τροφή, τη διασκέδαση και τη ζωή μου όλη; Ποιος θα μου ξεπληρώσει τη χαμένη μου ελευθερία, τον πρωινό μου ύπνο που πάει χαράμι, τις νύχτες μου που σέρνομαι και δεν είμαι εις θέση ούτε να μιλήσω σε άνθρωπο μονάχα αποβλακώνομαι με τις ώρες μπροστά στην τηλεόραση και βλέπω διαφημίσεις, τις ώρες της μιας και μοναδικής ζωής μου που περνάνε μπρος σε μια οθόνη υπολογιστή;
    >
    > Να πάω να νοικιαστώ αλλού, σκέφτηκα στην αρχή άτολμα. Με λιγότερη δουλειά και λιγότερες αποδοχές. Πάλι δεν με συμφέρει διότι θα χάσω κι αυτά που έμαθα να έχω, και πάλι δέσμιος θα μαι. Να μπω στο δημόσιο, ψέλλισα κατόπιν. Είναι κι αυτό μια πρόταση. Μόνιμος ο εκμισθωτής μου, δίχως πολλές πολλές απαιτήσεις και με νοίκι σταθερό βρέξει χιονίσει. Μα γιατί; Υπάρχει κάνας λόγος; Αφού όσα και να με πληρώνουν, εγώ τους τα επιστρέφω, είτε για τις ανάγκες μου είτε για τις επιθυμίες, που τις πιο πολλές από αυτές μού τις δημιουργούν οι ίδιοι για να μου τα πάρουν πίσω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. > Κατέληξα λοιπόν πως δεν συμφέρει να δουλεύεις για να ζήσεις. Δεν συμφέρει καθόλου. Είναι η πιο οφθαλμοφανώς ασύμφορη συμφωνία την οποίαν όμως, παραδόξως, συνάπτουν με περισσή ευκολία στην ζωή τους οι άνθρωποι γύρω μου διότι έτσι τους μάθανε οι μεγαλύτεροί τους, αυτά τους περάσανε μες στον σκληρό τους δίσκο ως βασικά δεδομένα. Κι ύστερα γκρινιάζουν και περνούν μια ζωή μίζερη ακόμα κι αν, λένε, πως τους αρέσει και τους γεμίζει η δουλειά που κάνουνε. Βαυκαλίζονται κι εγώ τους θεωρούσα ευτυχείς όσους, λίγους, τέτοιους γνώριζα. Το πήρα χαμπάρι κι αυτό κατόπιν. Σαν τα παράτησα όλα.
    >
    > Σαν πήγα στον προϊστάμενο και παραιτήθηκα, μάζεψα ένα πρωί τα υπάρχοντά μου κι έφυγα, γύρισα πίσω δυο γενιές, να ξαναζήσω στο παλιό κι ερειπωμένο σχεδόν σπίτι του παππού μου στο χωριό. Όλοι μου λέγανε τότε πως είμαι τυχερός που έφυγα από την πόλη. Μα που την είδανε την τύχη; Αφού κάθισα και σκέφτηκα. Τα πήρα από την αρχή και είδα πως το σύστημά μου είχε κολλήσει και πήγαινε ντουγρού προς το αδιέξοδο.
    >
    > Το πήρα απόφαση κι έκανα ένα μεγαλοπρεπές φορμάτ.
    >
    > Ξέρω από υπολογιστές, ευτυχώς. Κράτησα ό,τι πληροφορία θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμη απ' όσες είχα αποθηκεύσει στον σκληρό μου μέχρι εκείνη τη στιγμή, πάτησα το κουμπί κι εξαφάνισα το σύστημα που με είχε γαλουχήσει. Ύστερα εγκατέστησα ένα καινούριο. Δηλαδή το παλαιότερο, εκείνο που είχε ο παππούς μου, αλλά με βελτιώσεις σύγχρονες. Και βρήκα την υγειά μου.
    >
    > Μονάχα ο πατέρας μου πήγε να σκάσει. Είδα κι έπαθα να σε σπουδάσω, να πας μπροστά στη ζωή σου κι εσύ τα παρατάς όλα και γυρίζεις πίσω; Αντί να προοδεύεις γίνεσαι οπισθοδρομικός; Τι θα πει ο κόσμος; Μάλλον αυτό τον ένοιαξε περισσότερο.
    >
    > Εγώ όμως δεν άκουγα τίποτα απ' αυτά. Εϊχα κάνει πλέον το φορμάτ και όσα έλεγε δεν μου ήταν πληροφορίες αναγνωρίσιμες πια. Κι έφυγα.
    >
    > Πήγα και βρήκα την υγειά μου και τη λευτεριά μου. Βρήκα και τους σπόρους που φύτευε στους κήπους ο παππούς και τους φύλαγε μέσα σ' ένα ντουλάπι ξύλινο στον βορινό τοίχο.
    >
    > Κι απελευθερώθηκα από τη νοικιασμένη εργασία, άρχισα να ζω παράλληλα με την οργανωμένη κοινωνία, σαν πουλί, σαν Κότσυφας, σε ένα άλλο σύμπαν, πιο αληθινό, που έχει ελάχιστα σημεία τομής με το προηγούμενο που ζούσα ως άτομο.
    >
    > Δεν περιμένω πια να μου δώσουνε χαρτιά κάθε τέλος του μήνα για να πάω να τα κάνω τρόφιμα, ποτά και θεάματα. Έχω τα πάντα. Το τραπέζι μου χειμώνα καλοκαίρι γεμάτο, το κελάρι φίσκα, τα θεάματα και τα ακούσματα κάθε μέρα σ' όλη την πλάση γύρω μου μοναδικά κι ανεπανάληπτα. Άσε που, από τότε που επέστρεψα, ξεκίνησα και να ζωγραφίζω. Λευτερώθηκε η ψυχή μου, βρήκε τον δρόμο της. Και κατεβαίνω μια φορά στο τόσο στην πόλη και τα κάνω έκθεση τα έργα μου. Βγάζω ένα χαρτζιλίκι απ' αυτά για να πληρώνω όσα, ελάχιστα πια, με συνδέουνε ακόμα με τον "πολιτισμό".
    >
    > Και ξαφνικά τσουπ, δεκατόσα χρόνια μετά, να η οικονομική κρίση. Τώρα την είδες ρε πατέρα; Το αδιέξοδο που με τάιζες τόσα χρόνια και μάλιστα με το ιδρώτα σου μέσα στους σκυλοπνίχτες που μπαρκάριζες, δεν το είχες πάρει χαμπάρι ποτέ;
    >
    > Τώρα μου λένε, κι ο πατέρας μου μαζί με όλους, πως έκανα την πιο καλή κίνηση τότε που έφυγα κι επέστρεψα στη γη. Και πως είμαι πολύ τυχερός που το είδα και πιο πολύ που το τόλμησα. Μα πάλι τυχερός; Πάλι στην τύχη τα ρίχνουνε όλα; Γι αυτό ίσως κάθονται ατάραχοι και βλέπουνε την καταστροφή να έρχεται.
    >
    > Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό το κακό που συμβαίνει στους ανθρώπους. Ένα φορμάτ είναι ρε παιδιά, μονάχα ένα φορμάτ.
    >
    >
    > Κότσυφας
    > πρώην προγραμματιστής η/υ

    > Για την αντιγραφή
    > Γιάννης Μακριδάκης

    ΕΤΣΙ ΣΠΑΕΙ ΤΟ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑ...ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ ΜΡΑΔΕΡ ΜΟΥ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Είναι που πολλές φορές μένουμε στην "γνωστή κόλαση", απο τον φόβο ενός "άγνωστου παράδεισου". Όπως το πικρό φάρμακο που δεν θέλουμε να το πάρουμε αν και μας βεβαιώνει ο γιατρός ότι θα γίνουμε καλά!
    Αποτυπώθηκε ακριβώς το γεγονός της κοινωνική διαστροφής με την ιστορία αυτή αδερφέ μου. Όταν η συνείδηση μας μιλά δεν πρέπει να κλείνουμε τα ώτα, αλλά να της δώσουμε τον χώρο και τον χρόνο για την ίαση. Μας καλεί η ζωή να έρθουμε σε κοινωνία Γάμου μαζί της με προξενήτρα την συνείδηση.
    Χαίρε Γιάννη Μακριδάκη
    Καλό βράδυ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Παρασκευή 21/3/2003.
    Στέκω μπρος στην οθόνη της τηλεόρασης εκστατικός βλέποντας τους ροζ καπνούς της Κόλασης. Μιας κόλασης εκεί στον Τίγρη και τον Ευφράτη, εκεί που κάποτε υπήρχε ο Παράδεισος της Εδέμ. Εκεί που ο Θεός φύτεψε τον Παράδεισο, εμείς δημιουργήσαμε μια κόλαση.

    Βλέπω ξαπλωμένος στον καναπέ, τους ροζ καπνούς να υψώνονται θυσία σε θεούς πολέμου. Ακούω τα οργισμένα λόγια του εκφωνητή, και συμφωνώ. – Γυναίκα, μου φέρνεις σε παρακαλώ τον πασατέμπο; - Πόσοι άνθρωποι σήμερα θα πεθάνουν κάτω από τις φονικές αυτές βόμβες!

    Στην κοντινή Εκκλησία οι Χαιρετισμοί της Παναγίας δεν έχουν τελειώσει ακόμα. Εγώ ήμουν πολύ κουρασμένος για να πάω – Ο Θεός ξέρει, δεν παρεξηγεί – Πολύ νόστιμο ήταν το «νηστίσιμο» φαγητό σήμερα. Έφαγα μέχρι σκασμού. – Έχουμε κανένα αναψυκτικό; - Πώ πω! Μεγάλη καταστροφή γίνεται στη Βαγδάτη! Αχ, εγκληματία Μπους!

    Ένα παιδάκι ξαπλωμένο στο κρεβάτι του νοσοκομείου με κοιτάζει μέσα από την οθόνη φοβισμένο. Κοιτάζω πιο προσεκτικά το στήθος του. Τρέμει! Το παιδάκι αυτό τρέμει! Δεν μοιάζει να τρέμει από το κρύο. Να’ ναι από φόβο ή από μίσος; Μπορεί ένα τόσο δα παιδάκι να γνωρίζει το μίσος; Κοιτάζω τα μάτια του – μάτια φοβισμένου αγριμιού – και στο πρόσωπό του αναγνωρίζω τον μελλοντικό τρομοκράτη που κάποτε θα πάρει τη ζωή αρκετών αθώων Αμερικάνων ανακυκλώνοντας το μίσος…

    Στρέφομαι στον γιο μου τον μικρό. Αυτός κοιμάται ήσυχος στο κρεβάτι του. Τυχερό παιδί! Γεννήθηκε στο σωστό τόπο και χρόνο. Ευχαριστώ τον Θεό που το δικό ΜΟΥ παιδί είναι καλά. – Μα κάτι πρέπει να γίνει για τα ξένα αυτά παιδάκια!

    Ναι, βέβαια, άναψα το φως, για να το παρατηρήσει ο δορυφόρος του Μεγάλου Αδελφού. Έκανα το χρέος μου. Έδειξα κι εγώ ότι διαφωνώ με αυτόν τον πόλεμο…

    Κι άλλο παιδάκι, ματωμένο, κοιτάζει απελπισμένα το φακό. Ποιος ξέρει, ίσως δεν ξαναδεί ποτέ τους γονείς του, ίσως ποτέ δεν ξαναπερπατήσει… Κοιτάζω το ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΤΟ ΠΑΙΔΙ. Είναι γερό. Είναι ασφαλές! Κάτι πρέπει να κάνω για το παιδάκι αυτό το ξένο. Πριν κοιμηθώ, θα προσευχηθώ για τα παιδάκια αυτά. Ίσως χύσω και μερικά δάκρυα, τόσα, όσα χρειάζονται για να ποτίσω τη ματαιοδοξία μου, πως «συμπάσχω» κι εγώ μαζί τους, πως έχω «καλή καρδιά» και νιώθω τον πόνο του άλλου…

    Στη σκέψη μου αντηχούν τα λόγια της Καινής Διαθήκης: «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε». Και ξέρω, ότι αν Του ζητήσω να «κρατήσω» κι εγώ λίγη από τη δυστυχία του ξένου αυτού παιδιού, Εκείνος δεν θα μου το αρνηθεί. Κάποια στιγμή αν το ζητήσω, θα πληρώσω κι εγώ με δάκρυ το ξαλάφρωμα εκείνου του μικρού παιδιού. Ξέρω ότι η προσευχή, η αληθινή προσευχή απαιτεί θυσίες και δάκρυα πόνου... Ξανακοιτάζω το δικό μου το παιδί. Δεν τολμάω να ζητήσω τίποτα από τον Θεό. Αν θέλει να κάνει κάτι, ας το κάνει χωρίς τη δική ΜΟΥ θυσία. Δεν τολμάω να θέσω σε δοκιμασία την οικογενειακή ΜΟΥ ευτυχία για ένα άγνωστο παιδάκι… Θα προσευχηθώ «εκ του ασφαλούς».

    Νιώθω το σαγόνι μου να τρέμει και τα δόντια μου να τρίζουν. Και ειλικρινά δεν ξέρω, αν είναι από οργή κατά του πολέμου, ή από οργή κατά της δικής μου υποκρισίας…

    Αρκετά είδαμε. Τελείωσε και ο πασατέμπος. Πάμε για ύπνο!

    …Θα καληνυχτίσω το μικρό μου γιο μ’ ένα φιλί – τη στιγμή που κάποιο παιδάκι εκεί στην Κόλαση της Εδέμ κλαίει πάνω από τα πτώματα των γονιών του – Θα ξαπλώσω στο καθαρό μου κρεβάτι – τη στιγμή που κάποιος οικογενειάρχης βλέπει τους κόπους μιας ζωής να γίνονται ερείπια – Θα αγκαλιάσω τη γυναίκα μου – τη στιγμή που κάποιος συνάνθρωπός μου αγκαλιάζει τη δική του γυναίκα ματωμένη και νεκρή – και θα κοιμηθώ ήσυχος με καθαρή τη συνείδηση, γιατί εγώ είμαι ανεύθυνος γι’ αυτόν τον πόλεμο…

    Ή μήπως όχι;

    ΑπάντησηΔιαγραφή