
Ἂν εἶναι ἀνθρώπινος ὁ πόνος δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι μόνο
γιὰ νὰ πονοῦμε
γι᾿ αὐτὸ συλλογίζομαι τόσο πολύ, τοῦτες τὶς μέρες, τό με-
γάλο ποτάμι
αὐτὸ τὸ νόημα ποὺ προχωρεῖ ἀνάμεσα σὲ βότανα καὶ σὲ
χόρτα
καὶ ζωντανὰ ποὺ βόσκουν καὶ ξεδιψοῦν κι ἀνθρώπους ποὺ
σπέρνουν καὶ ποὺ θερίζουν
καὶ σὲ μεγάλους τάφους ἀκόμη καὶ μικρὲς κατοικίες τῶν
νεκρῶν.
Αὐτὸ τὸ ρέμα ποὺ τραβάει τὸ δρόμο του καὶ ποὺ δὲν εἶναι
τόσο διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων
κι ἀπὸ τὰ μάτια τῶν αὐθρώπων ὅταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα
χωρὶς τὸ φόβο μὲς στὴν καρδιά τους,
χωρὶς τὴν καθημερινὴ τρεμούλα γιὰ τὰ μικροπράματα ἢ
ἔστω καὶ γιὰ τὰ μεγάλα-
ὅταν κοιτάζουν ἴσια- πέρα καθὼς ὁ στρατοκόπος ποὺ συν-
ήθισε ν᾿ ἀναμετρᾶ τὸ δρόμο του μὲ τ᾿ ἄστρα,
ὄχι ὅπως ἐμεῖς, τὴν ἄλλη μέρα, κοιτάζοντας τὸ κλειστὸ
περιβόλι στὸ κοιμισμένο ἀράπικο σπίτι,
πίσω ἀπὸ τὰ καφασωτά, τὸ δροσερὸ περιβολάκι ν᾿ ἀλλά-
ζει σχῆμα, νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ μικραίνει-
ἀλλάζοντας καθὼς κοιτάζαμε, κι ἐμεῖς, τὸ σχῆμα τοῦ πό-
θου μας καὶ τῆς καρδιᾶς μας,
στὴ στάλα τοῦ μεσημεριοῦ, ἐμεῖς τὸ ὑπομονετικὸ ζυμάρι
ἑνὸς κόσμου ποὺ μᾶς διώχνει καὶ ποὺ μᾶς πλάθει,
πιασμένοι στὰ πλουμισμένα δίχτυα μιᾶς ζωῆς ποὺ ἤτανε
σωστὴ κι ἔγινε σκόνη καὶ βούλιαξε μέσα στὴν ἄμμο
ἀφήνοντας πίσω της μονάχα ἐκεῖνο τὸ ἀπροσδιόριστο
λίκνισμα ποὺ μᾶς ζάλισε μιᾶς ἀψηλῆς φοινικιᾶς.
Απόσπασμα: "Ἕνας γέροντας στὴν ἀκροποταμιά" Γ.Σεφέρης
