Ας γίνουμε όπως ο Χριστός, γιατί και ο Χριστός έγινε όπως εμείς. Ας γίνουμε θεοί γι’ Αυτόν, επειδή κι Εκείνος έγινε άνθρωπος για χάρη μας.
Δέχτηκε το χειρότερο, για να δώσει το καλύτερο. Έγινε φτωχός, για να γίνουμε εμείς πλούσιοι με τη δική Του φτώχεια. Έλαβε μορφή δούλου, για να πάρουμε εμείς από Αυτόν την ελευθερία. Κατέβηκε στη γη, για να υψωθούμε στον ουρανό. Δοκιμάστηκε από πειρασμούς, για να νικήσουμε. Ατιμάστηκε για να μας δοξάσει . πέθανε για να μας σώσει , ανέβηκε στους ουρανούς για να τραβήξει κοντά Του εμάς που βρισκόμαστε ριγμένοι κάτω με την πτώση στην αμαρτία».
Απόσπασμα από τον 1ο λόγο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στο άγιο Πάσχα
Νικάει αυτός ο εαυτός Που πάει γυμνός βαθιά στο φως
Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας
«Η Ανάσταση είναι η απαρχή της αναμορφουμένης κτίσεως».
Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας
«Η Ανάστασις, φύσεώς εστιν επανόρθωσις».
Αρχιμ. Σωφρόνιος Σαχάρωφ
«Οι πιστεύοντες εις τον Χριστόν διά πίστεως ελευθέρας πάσης αμφιβολίας ως Θεόν δημιουργόν και Θεόν σωτήρα ημών, εν παραφορά μετανοίας, λαμβάνουν πείραν και του Άδου και της Αναστάσεως, πρίν ή γευθούν του σωματικού θανάτου».
Λιποψύχησε - λέει - ο Πέτρος μπροστά στο Σταυρό του μαρτυρίου, που τον περίμενε και αποφάσισε να δραπετεύσει। Φορτώθηκε τα λιγοστά υπάρχοντά του και βγήκε σαστισμένος έξω απο τα τείχη της Ρώμης। Κατηφόριζε, όταν απέναντί του διέκρινε μέσα στο μισοσκόταδο μια γνώριμη μορφή।
Ήταν ο Χριστός!
Έκπληκτος ο Πέτρος πλησίασε και με ραγισμένη φωνή ρώτησε: "Που πηγαίνεις Κύριε;" quo vadis Domine? "Στη Ρώμη" απάντησε. "Πάω να πάρω τη θέση σου και να ξανασταυρωθώ!". Λύγισε ο Πέτρος, κατέβασε το κεφάλι, έκλαψε όπως τότε, "πικρώς" και ξαναγύρισε στη Ρώμη.... Τον γύρισε πίσω ο Χριστός στο δρόμο της θυσίας. Να ανεβεί στο δικό του Γολγοθά να φορτωθεί το δικό του Σταυρό, για να φτάσει να αναδειχθεί η "Πέτρα" πάνω στην οποία θα χτιζόταν Η Εκκλησία.
Μπορείς να εξυπηρετείς τα συμφέροντα του εχθρού σου;
Μπορείς να γελάς όταν ακούς την αλήθεια που σε καταστρέφει, απο κάποιον που μπορεί να σε κάνει να γελάσεις προασπιζόμενος την θανάτωση μετά την σύλληψή σου;
Μπορείς να πηγαίνεις κόντρα στην συνείδησή σου;
Σε τι πιστεύεις ... αναρωτήθηκες ποτέ;
Μπορείς να εξυπηρετείς τα συμφέροντα του εχθρού σου για τον ψεύτικο εγωισμό σου;
«Στα θέματα της πίστεως και στα θέματα της πατρίδος δε χωράνε υποχωρήσεις। Πρέπει να είναι κάποιος σταθερός, αμετακίνητος». Αυτή η φράση του γέροντος Παϊσίου αποκτά τραγική βεβαιότητα στις μέρες της καθολικής παγκοσμιοποίησης, που βιώνουμε όλοι στο πετσί μας. Το παγκόσμιο κεφάλαιο, με πρωτοπόρο τους Αμερικανούς, έχει υποτάξει με δέλεαρ τον πλούτο τις ηγέτιδες τάξεις και τα Μ.Μ.Ε. της υφηλίου. Μέσω αυτών των επιχειρηματιών, κομμάτων, κυβερνήσεων, καναλιών, εφημερίδων και με μια καλή ενορχηστρωμένη επίθεση στο λαό με γνώμονα το πάντα επίκαιρο σύνθημα «άρτο και θεάματα», στη σύγχρονη εκδοχή του, δηλαδή tittytainment , «διασκέδαση και αισχρά θεάματα», έχουν καταφέρει να αποκοιμήσουν τους λαούς. Στη θέση κάθε «παράδοσης», «συντήρησης» και «θρησκείας» προβάλλεται τώρα η «πρόοδος» και ο «εκσυγχρονισμός». Όταν βέβαια τα κανάλια αδειάζουν και δεν προβάλλουν κάθε λογής συρφετό με στόχο τον εκμαυλισμό των θεατών και την αποβολή .............κάθε ηθικού ενδοιασμού.
ΣΤΟΝ άνθρωπο υπάρχουν δύο πίστεις. Η μία πίστη είναι η εγκεφαλική, η λογική πίστη της αποδοχής. Ο άνθρωπος εδώ αποδέχεται κάτι λογικό και πιστεύει σ’ αυτό που αποδέχεται. Αυτή όμως δεν είναι πίστη που δικαιώνει τον άνθρωπο.
Όταν η Αγ. Γραφή λέγει, ότι ο άνθρωπος με μόνη της πίστη σώζεται, δεν εννοεί απλά την πίστη της αποδοχής. Η άλλη πίστη είναι η καρδιακή πίστη, η πίστητης καρδιάς, διότι δεν υπάρχει η πίστη αυτή στη λογική, δηλ. στη διάνοια, αλλά στο χώρο της καρδιάς. Η πίστη αυτή είναι δώρο του Θεού και ονομάζεται « ενδιάθετη πίστη».
Ο πιστός, κινούμενος στο χώρο της υπερφυσικής γνώσης ή γνώσης του ακτίστου, δεν καλείται να μάθει κάτι (μεταφυσικά) ή να αποδεχθεί κάτι (λογικά), αλλά να "πάθει" κάτι, κοινωνώντας μαζί του. Αυτό συντελείται με την ένταξη του ο έναν τρόπο ζωής (μέθοδος), πού οδηγεί στη θεία γνώση.
Κατά τον Ι. Δαμασκηνό, πού συνοψίζει και στο σημείο αυτό την προηγούμενη πατερική παράδοση: "Αδύνατον ευρεθήναι εν τη κτίσει εικόνα απαραλλάκτως εν εαυτή τον τρόπον της αγίας Τριάδος παραδεικνύουσαν. Το γαρ κτιστόν, και σύνθετον και ρευστόν και περιγραπτόν και σχήμα έχον και φθαρτόν, πώς σαφώς δηλώσει την πάντων τούτων απηλλαγμένην υπερούσιον θείαν ουσίαν"।
0ι δύο γνώσεις
Η άρση της (φαινομενικής) αντινομίας στο χώρο της γνωσιολογίας επιτυγχάνεται αγιογραφικά-πατερικά με τη σαφή διάκριση δύο γνώσεων/σοφιών, της "θείας" ή "άνω" και της "κάτω" ή "θύραθεν". Η πρώτη είναι υπερφυσική, ενώ η δεύτερη η φυσική γνώση, πού ανταποκρίνεται στη σαφή διάκριση Ακτίστου και κτιστού, Θεού και κτίσης. Οι δύο αυτές γνώσεις απαιτούν και δύο γνωστικές μεθόδους.
Μέθοδος της θειας σοφίας-γνώσης είναι η καρδιακή κοινωνία του ανθρώπου με το Άκτιστο, η οποία συντελείται με την παρουσία της άκτιστης ενέργειας του Τριαδικού Θεού μέσα στην καρδιά. Μέθοδος της ενδοκοσμικής σοφίας-γνώσης είναι η επιστήμη, η οποία λειτουργεί με την άσκηση της διανοητικής/λογικής δύναμης του ανθρώπου. Ορθόδοξα οι δύο γνώσεις και οι μέθοδοι τους ιεραρχούνται.
Η μέθοδος της υπερφυσικής γνωσιολογίας ονομάζεται στην Ορθόδοξη παράδοση η σ υ χ α σ μ ό ς και ταυτίζεται με τη νήψη-κάθαρση της καρδιάς. Ο ησυχασμός ταυτίζεται με την Ορθοδοξία. Ορθοδοξία έξω από την ησυχαστική πράξη είναι πατερικά αδιανόητη. Ο ησυχασμός στην ουσία του είναι ασκητική-θεραπευτική αγωγή, κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη για την αναζωπύρηση της νοερής λειτουργίας μέσα στην καρδιά. Πρέπει εδώ να σημειωθεί, ότι η μέθοδος του ησυχασμού ως θεραπευτική αγωγή είναι καθαρά επιστημονική-θετική. Γι' αυτό και η θεολογία υπό τις ορθές προϋποθέσεις, ανήκει στις θετικές επιστήμες (π. Ι. Ρωμανίδης). Η κατάταξη της πανεπιστημιακά, από το 12ο αι. στις θεωρητικές επιστήμες, οφείλεται στη μεταβολή της θεολογίας στη Δύση σε μεταφυσική. Όσοι, συνεπώς, ανατολικοί απορρίπτουν τη θεολογία, φανερώνουν τον εκδυτικισμό τους, διότι στην ουσία καταδικάζουν και απορρίπτουν ένα παραμόρφωμα (καρικατούρα), πού εκλαμβάνεται ως θεολογία.
« όταν έλθει το τέλειον καταργηθήσεται η πίστις και η ελπίδα και μένει μόνη η αγάπη»। Και η αγάπη αυτή είναι η θέωση. Στη θέωση καταργείται η γνώση που είναι η νοερά ευχή και μένει μόνο η αγάπη.
Θεέ μου, Θεέ μου, τι βάσανα δεν γνώρισα και τι εξευτελισμούς όταν ήμουν παιδί, και το μόνο που μου πρότειναν σαν κανόνα ενάρετης ζωής ήταν να είμαι υπάκουος σε ανθρώπους που μοναδικό τους ενδιαφέρον ήταν να με διδάξουν ένα πράγμα: πώς να λάμψω εδώ, σ’ αυτό τον κόσμο, και πώς να διαπρέψω στις τέχνες της φλυαρίας για να κερδίσω ανθρώπινες τιμές και πλούτη. Με στείλαν τότε στο σχολείο να μάθω γράμματα. Όμως μου ήταν αδύνατον να καταλάβω ο άμοιρος γιατί είναι τέλος πάντων τόσο χρήσιμα. Και όμως, λίγο να έκανα πως τεμπελιάζω, οι μεγάλοι με έδερναν, και έβρισκαν άριστη αυτήν τη μέθοδο. Και σ’ αυτούς τους δρόμους προχωρούσα, δρόμους γεμάτους αγκάθια που είχαν ανοίξει αμέτρητοι πρόγονοι μας για να περάσουμε κι εμείς, φορτωμένοι με διπλούς κόπους και βάσανα, εμείς οι γιοι του Αδάμ. Όμως από τότε, Κύριε, γνωρίζαμε ανθρώπους που προσεύχονταν στ’ όνομα σου. Από αυτούς τους ανθρώπους μάθαμε, όσο βέβαια μπορούσαμε, να σε σκεφτόμαστε σαν κάποιον μεγάλο που μπορεί, ακόμα κι αν δεν μας φανερώνεται, να μας ακούει και να μας συντρέχει. Κι έτσι άρχισα, παιδί ακόμη, να προσεύχομαι σε σένα, «στήριγμα και καταφυγή μου», κι έσπασα τα δεσμά της γλώσσας – ήμουν μικρός, μα τι φωνή έβγαλα! – για να σ’ επικαλεστώ και να σε εκλιπαρήσω να μη με δέρνουν στο σχολείο. Και όταν δεν άκουγες τα παρακάλια μου, «για να μην παραδοθώ στην ανοησία», τότε οι μεγάλοι, ακόμη και οι γονείς μου που ήθελαν μόνο το καλό μου, γελούσαν όταν έτρωγα τις ξυλιές, που τότε ήταν για μένα ό,τι χειρότερο και ό,τι πιο προσβλητικό. Κύριε, έχω τούτη την απορία. Μπορεί άραγε να υπάρξει ένας άνθρωπος με γενναία καρδιά, που να σου έχει δοθεί με μιαν αγάπη άνευ ορίων – όμως αυτό μπορεί επίσης να το κάνει και μια απλοϊκή καρδιά – αναρωτιέμαι λοιπόν, μπορεί άραγε να υπάρξει ένας άνθρωπος με τόσο μεγάλη αγάπη μέσα του, τόσο δεμένος μαζί σου που να μην λογαριάζει πια ούτε τα σουβλιά ούτε τα σιδερένια νύχια και όλα τα άλλα σύνεργα των βασανιστηρίων – δηλαδή όλα αυτά που τα τρέμουν οι άνθρωποι σ’ ολόκληρη την οικουμένη, και σου προσπέφτουν και σε ικετεύουν για να τους γλιτώσεις –, και αυτός ο ίδιος άνθρωπος να γελά με αυτούς που τα φοβούνται; Και όμως αυτό έκαναν οι γονείς μου όταν γελούσαν βλέποντας με να τρώω ξύλο από το δάσκαλο. Γιατί, αληθινά, αυτό το ξύλο το έτρεμα σαν βασανιστήριο, και με την ίδια δύναμη σε ικέτευα να με προφυλάξεις. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι λιγόστευαν και οι αταξίες μου, αφού δεν έγραφα ούτε διάβαζα και δεν είχα το μυαλό στα γράμματα όσο μου ζητούσαν. Δεν υστερούσα σε μνήμη ή σε ευφυΐα। Ευδόκησες, Κύριε, να έχω αρκετή για την ηλικία μου. Μου άρεσε όμως να παίζω, και γι αυτό με τιμωρούσαν άνθρωποι που έκαναν τα ίδια και απαράλλαχτα. Όμως οι μεγάλοι τα παιχνίδια τους τα ονομάζουν «σοβαρές υποθέσεις». Δηλαδή οι μεγάλοι τιμωρούν τα παιδιά για πράγματα που κάνουν οι ίδιοι, και κανείς δεν λυπάται ούτε αυτά ούτε εκείνους, ενώ θα έπρεπε να τους λυπάται όλους. Τώρα ένας δίκαιος κριτής ίσως να το έβρισκε σωστό που ως παιδί τιμωρήθηκα, όταν ξεμυαλιζόμουν και αφοσιωνόμουν στην μπάλα και τα παιχνίδια, αντί να μαθαίνω τα μαθήματα που, όταν μεγάλωνα, θα γίνονταν στα χέρια μου ένα άλλο επιζήμιο παιχνίδι. Αυτός όμως που με χτυπούσε δεν έκανε και τίποτε διαφορετικό από εκείνο που κάνει ένας μεγάλος όταν συμβεί να τον νικήσει, ακόμη και στην πιο ασήμαντη συζήτηση, ένας συνάδελφος του. Η οργή και η ζήλια που πνίγουν τους μεγάλους είναι διπλάσια από αυτά που δοκίμαζα εγώ όταν με κέρδιζε στη μπάλα ο συμπαίκτης μου.